- ἐκλείπων
- ἐκλείπωleave outpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαγγαίνω — (Α) [κλαγγή] (για κυνηγετικά σκυλιά) γαυγίζω («ὄναρ διώκεις θῆρα, κλαγγάνεις δ ἅπερ κύων μέριμναν οὔποτ ἐκλείπων πόνου», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… … Dictionary of Greek